- μπουλντόζα
- η(λ. αγγλ.), όχημα που χρησιμοποιείται για εκσκαφές, ο εκσκαφέας: Η μπουλντόζα έσκαψε για να μπουν τα θεμέλια του σπιτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουλντόζα — Βλ. λ. γαιοπροωθητήρας. * * * η μηχανή εκσκαφής ή κατεδάφισης οικοδομών, εκσκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < αγγλ. bulldozer < bulldoze < bull «ταύρος» + doze, άλλη μορφή τού dose < υστερολατ. dosis < δόσις] … Dictionary of Greek
γαιoπρoωθητήρας — Μηχάνημα για την εξομάλυνση του εδάφους ή την απομάκρυνση ερειπίων και θαμνώδους βλάστησης. Στην καθομιλουμένη, ονομάζεται μπουλντόζα. Συνήθως η ισοπεδωμένη λωρίδα που δημιουργείται είναι η αρχική φάση για την κατασκευή μιας οδού. Ο γ.… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — ο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ταυτόχρονη μεταφορά των χωμάτων, μπουλντόζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)